χιλιαστής

χιλιαστής
ο
ο οπαδός του χιλιασμού: Οι χιλιαστές αρνούνται να κρατήσουν όπλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χιλιαστής — ο, ΝΜΑ [χιλιασμός] οπαδός τού χιλιασμού, αλλ. μάρτυρας τού Ιεχωβά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”